- ρηνειοεργής
- και ῥηνιουργής, -ές, Ααυτός που έχει κατασκευασθεί στη Ῥήνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥήνεια (βλ. λ. ῥήν) + -εργής / -ουργής (< ἔργον*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρηνιουργής — ές, Α βλ. ῥηνειοεργής … Dictionary of Greek